εκσλαβίζω

εκσλαβίζω
εκσλάβισα, εκσλαβίστηκα, εκσλαβισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε σλαβικό ή ανθρώπους άλλης φυλής σε Σλάβους: Οι Βούλγαροι εκσλαβίστηκαν από πολύ παλιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκσλαβίζω — κάνω κάποιον Σλάβο εθνολογικά και γλωσσικά ή μετατρέπω κάτι σε σλαβικό …   Dictionary of Greek

  • εκσλαβισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσλαβίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”